- πλειστοφόρος
- πλειστο-φόρος, ον,A bearing most, Thphr.HP3.7.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλειστοφόρος — ον, Α αυτός που φέρει πάρα πολλά, που παράγει πάρα πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + φόρος*] … Dictionary of Greek
πλειστοφόρον — πλειστοφόρος bearing most masc/fem acc sg πλειστοφόρος bearing most neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek